ολόσχοινος

ολόσχοινος
ο (Α ὁλόσχοινος)
είδος σχοίνου πολύ σαρκώδους και παχύτερου από τους άλλους («πρὸς γὰρ τὰ πλέγματα χρησιμώτερος ὁ ὁλόσχοινος, διὰ τὸ σαρκῶδες καὶ μαλακόν», Θεόφρ.)
αρχ.
1. ως επίθ. ὁλόσχοινος, -ον
ο κατασκευασμένος από λυγαριά
2. παροιμ. «ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ» — να κλείνεις το στόμα κάποιου χωρίς κόπο, επειδή τους ολοσχοίνους τούς έβρεχαν για να είναι πιο ανθεκτικοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλ(ο)-* + σχοῖνος (πρβλ. οξύ-σχοινος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὁλόσχοινος — club rush masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοσχοίνοις — ὁλόσχοινος club rush masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοσχοίνου — ὁλόσχοινος club rush masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοσχοίνους — ὁλόσχοινος club rush masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοσχοίνων — ὁλόσχοινος club rush masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοσχοίνῳ — ὁλόσχοινος club rush masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλόσχοινον — ὁλόσχοινος club rush masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολόθουρος — μολόθουρος, ἡ (Α) 1. είδος αειθαλούς φυτού 2. (κατά τον Ησύχ.) «μολόθουρος ἀσφόδελος ἢ ὄσπριόν τι. και ἡ ὁλόσχοινος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • σχοίνος — Ομηρική πόλη της Βοιωτίας. Πήρε το όνομά της από το ομώνυμο φυτό. Ήταν χτισμένη σε απόσταση πενήντα περίπου σταδίων από τη Θήβα, στην οποία υπαγόταν η ίδια καθώς και η γύρω περιοχή της κατά τους ιστορικούς χρόνους. * * * ο / σχοῑνος, ΝΑ, και ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”