ὁλόσχοινος — club rush masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσχοίνοις — ὁλόσχοινος club rush masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσχοίνου — ὁλόσχοινος club rush masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσχοίνους — ὁλόσχοινος club rush masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσχοίνων — ὁλόσχοινος club rush masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσχοίνῳ — ὁλόσχοινος club rush masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλόσχοινον — ὁλόσχοινος club rush masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολόθουρος — μολόθουρος, ἡ (Α) 1. είδος αειθαλούς φυτού 2. (κατά τον Ησύχ.) «μολόθουρος ἀσφόδελος ἢ ὄσπριόν τι. και ἡ ὁλόσχοινος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
σχοίνος — Ομηρική πόλη της Βοιωτίας. Πήρε το όνομά της από το ομώνυμο φυτό. Ήταν χτισμένη σε απόσταση πενήντα περίπου σταδίων από τη Θήβα, στην οποία υπαγόταν η ίδια καθώς και η γύρω περιοχή της κατά τους ιστορικούς χρόνους. * * * ο / σχοῑνος, ΝΑ, και ως… … Dictionary of Greek